έπαινος

έπαινος
(I)
ο (AM ἔπαινος)
η ενέργεια τού επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο
νεοελλ.
δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας»)
μσν.
1. (για τον θεό) δόξα
2. (ως προσφώνηση) μακάριος
αρχ.
1. συμβουλή, παραίνεση
2. συναίνεση, αμοιβαία συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίνος «λόγος, έπαινος»].
————————
(II)
ἔπαινος, το και σπαν. έπαινον, το (Μ)
1. έπαινος
2. επαινετικός λόγος, εγκώμιο
3. (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) δόξα
β) μεγαλείο
4. φήμη
5. φρ. «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — είμαι ευτυχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επαινός — ἐπαινος, ή, όν (Α) (μόνο στο θηλ.) ως χαρακτηριστικό επίθ. τής Περσεφόνης στον Όμηρο και Ησίοδο) δεινή, φοβερή («Ζεύς τε καταχθόνιος καὶ ἐπαινὴ Περσεφόνεια», Ομ. Ιλ.) επίσης τής Εκάτης, στον Λουκιανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αινός «δεινός, φοβερός»] …   Dictionary of Greek

  • ἔπαινος — approval masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπαινος — ο 1. έκφραση επιδοκιμασίας, εγκωμίαση προσώπου ή πράξης του, εγκώμιο, επαινετικά λόγια. 2. είδος ηθικής αμοιβής: Ο Πέτρος πήρε βραβείο κι ο Παντελής έπαινο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μισθὸς ἀρετὴς ἔπαινος. — См. По заслуге и почет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἥδιστον ἄκουσμα ἔπαινος. — См. Хвалы приманчивы; как их не пожелать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐπαίνω — ἔπαινος approval masc nom/voc/acc dual ἔπαινος approval masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαινή — ἐπαινός awesome fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαινήν — ἐπαινός awesome fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίνοις — ἔπαινος approval masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίνου — ἔπαινος approval masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”